- καρχαρόδοντες
- καρχαρόδουςwith saw-like teethmasc/fem nom/voc plκαρχαρόδωνmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρχαρος — κάρχαρος, ον, θηλ. και καρχάρα (Α) 1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια 2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός 3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρον με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).… … Dictionary of Greek